- προδότῃ
- προδότηςbetrayermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδότηι — προδότῃ , προδότης betrayer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτικός — ή, ό / προδοτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προδότης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει ή ανήκει στον προδότη ή στην προδοσία αρχ. φρ. α) «προδοτικαὶ συνθῆκαι» ύπουλες, επίβουλες συνθήκες β) «τὸ προδοτικὸν χρυσίον» τα αργύρια τής προδοσίας, η αμοιβή τού προδότη… … Dictionary of Greek
перескокъ — ПЕРЕСКОК|Ъ (2*), А с. Перебежчик: и бы(с) полуд҃не и побѣже перескокъ || ѿ Гюргѧ ис полкѹ. ѡни же погнаша по немъ. стражье же. Изѧславли то видивше. пополошиша(с) рекѹче рать. ЛИ ок. 1425, 138–139 (1149); Нѣкто перескокъ прииде къ немѹ из нѣмець… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αριστόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. Α’ ο πρεσβύτερος (3ος αι. π.Χ.). Τύραννος του Άργους, αντίπαλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. Δολοφονήθηκε από δούλους του και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρίστιππος Β’. 2. Α. Β’ ο νεότερος (; – 223 π.Χ.). Τύραννος του… … Dictionary of Greek
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek
μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
ψευδοπροδότης — ὁ, Α άτομο που προσποιείται τον προδότη, ενώ δεν είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + προδότης] … Dictionary of Greek
Γκάντι, Μαχάτμα Μοχαντάς Κάραμτσαντ — (Mohandas Karamchand Gandhi, Πορμπαντάρ 1869 – Νέο Δελχί 1948). Ινδός πολιτικός. Έγινε γνωστός με το προσωνύμιο Μαχάτμα, που στα σανσκριτικά σημαίνει μεγάλη ψυχή. Αφού σπούδασε πρώτα νομικά στο Λονδίνο, εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική, όπου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek